- γλαυκιώ
- γλαυκιῶ (-άω) (μτχ. ενεστ. γλαυκιόων) (Α)1. ρίχνω άγρια βλέμματα, «ασπρίζει το μάτι μου από θυμό» («γλαυκιόων δ' ἰθὺς φέρεται μένει» —ο λέων— Όμ.)2. αστράφτουν τα μάτια μου («γλαυκιὸων το βλέμμα και ἐπέραστον προσβλέπων»)3. (για άψυχα) λάμπω («γλαυκιόωσα σελήνη»)4. πάσχω από γλαύκωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Το -ιόων τής ομ. μτχ. γλαυκιόων είναι μάλλον μετρικό επίθημα στον Όμηρο παρά αναλογικός σχηματισμός κατά το μειδιόων. Η λ. απαντά σπάνια και στους μτγν. επικούς ποιητές, ενώ στον Κόιντο Σμυρναίο έχει τη σημ. «πάσχω από γλαύκωμα»].
Dictionary of Greek. 2013.